-
1 συνεπίσταμαι
A to be privy to,τὴν ἐπανάστασιν X.HG5.4.19
;ἀπιστότατον ἔργον σ. μοι πεποιηκότι Gorg.Pal.21
;σ. τινὶ πονηρὰ δράσαντι Luc.Cat.23
, cf. 27; οὐδὲν ἐμαυτῷ ψεῦδος εἰπόντι ς. Id.VH2.31, cf. Cal. 9;ἃ ἐμαυτῷ συνεπίσταμαι LXX Jb.19.27
.2 know perfectly well or fully,πολλάκις ἑώρακα.. τὸν ἥλιον καὶ σελήνην δρῶντας ταῦθ' ἃ ἀεὶ πάντες συνεπιστάμεθα Pl.Lg. 821c
; οὐκ ἄρα συνεπίστανται ὅτι ἐπίστανται; Arist.SE 177a27.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συνεπίσταμαι
-
2 εξεγείρω
(αόρ. εξήγειρα) μετ.1) прям., перен. поднимать, пробуждать, будить;εξεγείρω εις επανάστασιν (εξέγερσιν, αγώνα) — поднимать на революцию (восстание, борьбу);
εξεγείρω εις την ψυχήν τίνος το πατριωτικόν αίσθημα — пробуждать в душе кого-л. патриотическое чувство;
2) возбуждать, подстрекать;3) вызывать крайнее негодование; приводить в гнев, в ярость;1) прям., перен. — подниматься, пробуждаться;εξεγείρομαι
2) восставать, бунтовать;3) приходить в гнев, в ярость; гневаться (уст.) -
3 ἐπιβουλεύω
A plot, contrive against, c. dat. pers. et acc. rei,ἐ. < κακὸν> πόλει Tyrt.4.8
;ἐπανάστασίν τινι Hdt.3.119
; θάνατόν τινι ib. 122, And.4.15; ;κατάλυσιν τῇ τυραννίδι Th.6.54
.b. c. dat. only, plot against, lay snares for,τῇ πόλει A. Th.29
codd., SIGl.c.; , Th.6.60; ;τῇ πολιτείᾳ D.8.40
: c. dat. rei, tamper with, σφραγῖδι Cat.Cod. Astr.2.193: abs., οὑπιβουλεύων the plotter, S.OT 618, cf. Pl.Lg. 856c, Arist.EN 1135b33: also in [tense] aor.1 [voice] Med., plot, Arr.Epict.4.1.160.c .c.acc. rei only, plan secretly,τὸν ἔκπλουν Th.7.51
;ἀπόστασιν Id.8.60
, etc.2. c.dat. rei, form designs upon, aim at,πρήγμασι μεγάλοισι Hdt.3.122
;ἀνδριάντι Id.1.183
; , etc.; ἔργοιςτοιούτοις Lys.28.8
.3. c. inf., purpose or design to do, Ἀρίοναἐκβαλόντες ἔχειν τὰ χρήματα Hdt.1.24
;ἐπιχειρήσειν Id.6.137
; ;ἐξελθεῖν Th.3.20
;καταλῦσαι τὴν δημοκρατίαν Lys.13.12
;ἀποκτεινύναι Pl.R. 566b
; alsoἐ. ὅπως.. X.Cyr.1.4.13
: abs., Th.3.82.4. to be injurious,δριμύτητα τοῖς ὀφθαλμοῖς -εύουσαν Paul.Aeg. 6.9
.II. [voice] Pass., with [tense] fut. [voice] Med. - εύσομαι (in pass. sense) X.Cyr. 5.4.34: [tense] fut. [voice] Pass.- ευθήσομαι D.C.52.33
: [tense] aor.- εβουλεύθην Antipho 4.2.6
, Th.1.82, D.22.1, Men.481.15, etc. (but v. supr. 1.1 b):—to have plots formed against one, to be the object of plots, Antiphol.c.; ὑπό τινος Th.4.60, 64, Isoc.4.140; εἰς χρήματα D.l.c.2. of things, to be designed against, : abs., Antipho 2.1.1, Th.3.96; τὰ ἐπιβουλευόμενα plots, X.Eq.Mag.9.8.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπιβουλεύω
См. также в других словарях:
επανάσταση — Η ριζική μεταβολή μιας ορισμένης τάξης πολιτικών και κοινωνικών πραγμάτων, η οποία, σε γενικές γραμμές, βασίζεται στην υποτιθέμενη ή στην πραγματική θέληση των λαϊκών μαζών και πραγματώνεται οργανωμένα και συνειδητά με μια ενέργεια περισσότερο ή… … Dictionary of Greek
Βέρας, Σόλων — (Σμύρνη 1887 – Αθήνα 1974).Γιατρός, καθηγητής στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης. Σπούδασε ιατρική στα πανεπιστήμια της Λιόν, της Λιλ και του Παρισιού. Εργάστηκε αρχικά ως γιατρός στο παιδιατρικό τμήμα του Γαλλικού Νοσοκομείου και στην… … Dictionary of Greek
Ottoman Greece — History of Greece This article is part of a series … Wikipedia
Βακαλόπουλος, Απόστολος — (Βόλος 1909 –). Ιστορικός και ομότιμος καθηγητής της ιστορίας της νεότερης Ελλάδας του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης (ΑΠΘ). Σπούδασε κλασική φιλολογία και παιδαγωγική στη φιλοσοφική σχολή του ΑΠΘ. Ειδικεύτηκε στη βυζαντινή και νέα… … Dictionary of Greek
ГРЕЦИЯ ЧАСТЬ I — [Греческая Республика; греч. Ελληνική Ϫημοκρατία], гос во в юго вост. Европе, занимающее юг Балканского п ова. Территория 131 944 кв. км, в т. ч. островов 25 тыс. кв. км, береговая линия имеет длину 4100 км (с учетом островов ок. 15 тыс. км). На… … Православная энциклопедия
Логофет, Ликург — Ликург Логофет художник Тсокос, Дионисиос Национальный исторический музей, Афины Ликург Логофет (греч … Википедия